- νευρείλημα
- το(ιστολ.) έλυτρο που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, συνήθως πολλές μαζί, και εξασφαλίζει τη θρέψη τους, αλλ. έλυτρο τού Σβαν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurilema < νευρ(ο)-* + είλημα «κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Αλ. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.